Το τηλέφωνο πέφτει απο τα χέρια της.
Αυτή η γυναικεία φωνή, χιλιάδες μικρά ξυραφάκια, την αποτελείωσε.
Καθεται εκεί, στην άκρη του κρεββατιού ακίνητη κοιτώντας τον τοίχο. Το τηλέφωνο ακόμα να κρέμμεται νεκρό σχεδόν στα χέρια της και η γυναικεία φωνή με τα χιλιάδες ξυραφάκια να σβήνει στα πόδια της.
Παγώνει. Όλα πάνω της κρύα και σκληρά. Η καρδιά της πάγωσε. Πήρε μόνο μερικά λεπτά... Τώρα παγωμένο το αίμα κυλάει στις φλέβες της την εκδίκηση.
Δεν μπορεί να το αφήσει έτσι. Όλη αυτή η κοροιδία... όλα τα ψέμματα...
Οπλίζεται λόγια , οπλίζεται βράδυα, οπλίζεται τη ζωή της και φεύγει!
Δυο ρούχα σε μια τσάντα, λεφτά, κλειδιά και το κινητό...
Τα μάτια της τρέχουν δάκρυα. Εκείνη δεν νοιώθει τίποτα...
Θέλει να σταματήσει μα δεν μπορεί. Τα δάκρυα δεν σταματάνε, τα πόδια της απλά τρέχουν, η καρδιά της χτυπάει όλο και πιο γρήγορα. Η σκληρή παγωμένη καρδιά της...
«Κάπως έτσι θα είναι οι νεκροί»... σκέφτεται... «Παγωμένοι, χωρίς ελεγχο του εαυτού τους, χωρίς να μπορούν να νοιώσουν τίποτα!»
Δεν έχει συναισθήματα. Ούτε πόνο, ούτε θυμό, ούτε αγάπη, ούτε μίσος. Έχει μόνο ένα κενό, ένα βασανιστικό παγωμένο κενό και δυο μάτια που τρέχουν.
Φέρνει στο μυαλό της λόγια...
Αχ, τα λόγια πως πονάνε όταν φευγει απο πάνω τους ο μανδύας του ψεύδους...
Πόσα λόγια... και πονάνε! Και πονάνε!!
Τρέχει, μπαίνει στο λεωφορείο. Μετά κι άλλο λεωφορείο.
Φτάνει βράδυ σε μια πόλη που δεν ξέρει... Ψάχνει να βρει κάπου να μείνει.
Ενα φτηνό δωμάτιο σε ένα σκοτεινό πανδοχείο. Κλειδώνει την πόρτα, σφαλίζει τα παράθυρα και προσπαθεί να κοιμηθεί... Όχι δεν είναι κουρασμένη, αλλά... οι σκέψεις...
Οι σκέψεις την πονάνε... την σκοτώνουν!
Το ξημέρωμα πήρε πάλι λεωφορείο. Πλησιάζει γνώριμα λημέρια... Εκεί την πήγαινε κάποτε διακοπές. Ψάχνει να βρεί το σπίτι...
Η πόρτα είναι κλειστή και τα κλειδιά πανω. Έρχεται η Ήρα να την προυπαντίσει γλύφοντάς την παντόκορφα...
Είναι άραγε παραμύθι όλο αυτό; Μήπως είναι όνειρο;
Γυρίζει στην πόρτα το κλειδί... Η καρδιά της έχει βγεί απο το στήθος της και χτυπάει τώρα κατακκόκκινη μπροστά στα μάτια της. Κρατάει στο ένα χέρι την καρδιά της και στο άλλο το κλειδί...
Η πόρτα ανοίγει...
Το σπίτι άδειο... Μπαίνει μέσα να δεί, η Ήρα την ακολουθεί...
Νοιώθει κάτι παγωμένο να αγγίζει τον ώμο της. Γυρίζει απότομα και τους βλέπει στην άλλη άκρη του δωματίου.
Εκείνη μισόγυμνη χαμογελάει και αθώα τη ρωτάει αν ψάχνει την Μαρία...
Ούτε εκείνη ξέρει τίποτα... Ο μελλοντικός της πόνος τη σκίζει στα δύο. Πώς να αντέξει τέτοιο βάρος;
Σε μια στιγμή περνάει απο μπροστά της σαν ταινεία η συντριβή της άλλης.
Η ντροπή της...
Ο πόνος...
Δεν μπορεί... Δεν μπορεί να είναι εκείνη υπέυθυνη για τόσο πόνο.!
Εκείνος ακίνητος, ανέκφραστος, φοράει ενα μποξεράκι και την κοιτάει ευθεία στα μάτια. Δυο μάτια πιο σκληρά κι απο σίδερο κοιτάνε την καρδιά της εκτεθιμένη εκεί... στα χέρια της...
Κοιτάει κι εκείνη. Βαθιά μέσα στα μάτια του. Με σβησμένα όνειρα, με πληγωμένα λόγια...
Κοιτάει και περιμένει....
Κοιτάει και περιμένει να την δεί. Να δεί την αλήθεια της, μέσα στα ψέμματά του. Να δεί την αλήθεια της νεκρή εκεί απο δικό του βόλι.
Ξαφνικά κλείνει τα μάτια, βάζει την καρδιά πάλι μέσα στο στήθος της και φεύγει.
Δεν κοίταξε πίσω της.
Ποτέ ξανά δεν κοιταξε πίσω της!!
Νεφέλη μου.....
ΑπάντησηΔιαγραφήο καθενας μας έχει βιωσει κάτι παρομοιο ....τουλάχιστον μια φορα στη ζωη του ..... και ναι μαζευεις χιλιάδες κομματια...
να εχεις μια καλή νυχτα...
Kalh sou nuxta ki esena :)
ΑπάντησηΔιαγραφήτο βασικό ειναι να μπορέσεις να ξανασυναρμολογήσεις τα κομμάτια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα έχεις μια όμορφη και ήρεμη εβδομάδα!
To basiko einai na mporeis na mazepseis ta kommatia sou... :)
ΑπάντησηΔιαγραφήOso duskolo ki an fainetai, oso kairo ki an mporei na parei...
Kai na pas parakatw!!!